- χαμηλοβλεπούσα
- η, Ν1. αυτή που έχει στραμμένα τα μάτια της προς τα κάτω2. προσωνυμία τής Παναγίας3. (κυρίως μτφ.) ντροπαλή, σεμνότυφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + βλέπω + κατάλ. -ούσα (πρβλ. μακρυ-μαλλ-ούσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμηλοβλεπούσα — η η γυναίκα που βλέπει χαμηλά, χαμηλομάτα, σεμνότυφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
κατωβλεπούσα — η η χαμηλοβλεπούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελο βλεπούσα, χαμηλο βλεπούσα] … Dictionary of Greek
μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… … Dictionary of Greek